λιπαρός

λιπαρός
λιπαρός (λίπα): sleek, shining with ointment, Od. 15.332; shining (nitidus), Il. 2.44; then fig., rich, comfortable, θέμιστες, γῆρας, Ι 1, Od. 11.136.—Adv., λιπαρῶς, fig., Od. 4.210.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπαρός — oily masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός, -ή — ό 1. εκείνος που περιέχει λίπος: Στις δίαιτες απαγορεύονται τα λιπαρά φαγητά. 2. μτφ., γόνιμος, εύφορος: Στα λιπαρά εδάφη υπάρχουν πολλές καλλιέργειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτερον — λιπαρός oily adverbial comp λιπαρός oily masc acc comp sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτάτων — λιπαρός oily fem gen superl pl λιπαρός oily masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτέραις — λιπαρός oily fem dat comp pl λιπαρωτέρᾱͅς , λιπαρός oily fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτέρων — λιπαρός oily fem gen comp pl λιπαρός oily masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρόν — λιπαρός oily masc acc sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτατα — λιπαρός oily adverbial superl λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτατον — λιπαρός oily masc acc superl sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”